- στακτός
στακτός, ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στακτός, ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στακτός — ή, όν, ΝΜΑ [στάζω] νεοελλ. φρ. «στακτό κόμμι» χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό μσν. αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
στακτόν — στακτός oozing out in drops masc acc sg στακτός oozing out in drops neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στακτοῖς — στακτός oozing out in drops masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στακτοῖσι — στακτός oozing out in drops masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στακτοῦ — στακτός oozing out in drops masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στακτῷ — στακτός oozing out in drops masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδόστακτον — τὸ, Α το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος, πυρί στακτος] … Dictionary of Greek
στακτά — στακτά̱ , στακτή oil of myrrh fem nom/voc/acc dual στακτά̱ , στακτή oil of myrrh fem nom/voc sg (doric aeolic) στακτός oozing out in drops neut nom/voc/acc pl στακτά̱ , στακτός oozing out in drops fem nom/voc/acc dual στακτά̱ , στακτός oozing out … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίστακτος — μελίστακτος, ον (Μ) μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό στακτος] … Dictionary of Greek
πρωτόστακτος — ον, ΜΑ 1. αυτός που σταλάζει πρώτος 2. φρ. «πρωτόστακτος κονία» είδος κονίας από ασβέστη και στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek
πυρίστακτος — ον, Α αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» η Αίτνα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek