- στιλβότης
στιλβότης, ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβότης, ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) … Dictionary of Greek
στιλβότητα — στιλβότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότητος — στιλβότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)