- στεμματίας
στεμματίας, ὁ, der mit einem Kranze oder einer Hauptbinde Versehene, Paus. 3, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμματίας, ὁ, der mit einem Kranze oder einer Hauptbinde Versehene, Paus. 3, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμματίας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που φορεί στέφανο, στεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek
στεμματίου — στεμματίας one who wears a wreath masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)