στεμματιαῖον

στεμματιαῖον

στεμματιαῖον, τό, nach B. A. 305 μίμημα τῶν σχεδιῶν, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῖδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον; vgl. Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεμματιαίον — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος» 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «μίμημα σχεδίων, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῑδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + κατάλ. ιαῖον (πρβλ. κερκιδ ιαῖον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”