στιβεύς — walker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] … Dictionary of Greek
στιβεῖς — στιβέω tread pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) στιβεύς walker masc acc pl στιβεύς walker masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
στειβεύς — έως, ὁ, Α βλ. στιβεύς … Dictionary of Greek
στιβείον — τὸ, Α [στιβεύς / στιβεύω] το έργο, η εργασία εκείνου που πλένει και λευκαίνει πατώντας τα με τα πόδια μαλλιά ή μάλλινα υφάσματα … Dictionary of Greek
στιβευτής — ὁ, Α [στιβεύω] ιχνηλάτης, στιβεύς* («στιβευτὴς κύων», Σώστρ.) … Dictionary of Greek
στιβεύω — Α [στιβεύς] 1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.) 2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.) 3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω … Dictionary of Greek
στιδεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁδευτὴς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. στιβεύς] … Dictionary of Greek
στιβέας — στιβέᾱς , στιβεύς walker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)