στιβεύς

στιβεύς

στιβεύς, , 1) der Tretende od. Gehende, der Wanderer, ὁδευτής, Hes.; auch der Walker, der mit den Füßen tritt u. walkt, Scholl. Nic. Th. 346 u. Scholl. Ap. Rh. 2, 30. – 2) der der Spur nachgeht, Spürer, κύων, Spürhund, Opp. Cyn. 1, 462.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιβεύς — walker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] …   Dictionary of Greek

  • στιβεῖς — στιβέω tread pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) στιβεύς walker masc acc pl στιβεύς walker masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

  • στειβεύς — έως, ὁ, Α βλ. στιβεύς …   Dictionary of Greek

  • στιβείον — τὸ, Α [στιβεύς / στιβεύω] το έργο, η εργασία εκείνου που πλένει και λευκαίνει πατώντας τα με τα πόδια μαλλιά ή μάλλινα υφάσματα …   Dictionary of Greek

  • στιβευτής — ὁ, Α [στιβεύω] ιχνηλάτης, στιβεύς* («στιβευτὴς κύων», Σώστρ.) …   Dictionary of Greek

  • στιβεύω — Α [στιβεύς] 1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.) 2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.) 3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω …   Dictionary of Greek

  • στιδεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁδευτὴς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. στιβεύς] …   Dictionary of Greek

  • στιβέας — στιβέᾱς , στιβεύς walker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”