στιβευτής, ὁ, = στιβεύς, οἱ στιβευταὶ κύνες, Sostrat. bei Stob. flor. 64, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβευτής — ὁ, Α [στιβεύω] ιχνηλάτης, στιβεύς* («στιβευτὴς κύων», Σώστρ.) … Dictionary of Greek
στιβευταί — στιβευτής vestigator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)