- στιγμαῖος
στιγμαῖος, = στιγμιαῖος, Plut., zw.; vgl. Lob. Phryn. 544.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιγμαῖος, = στιγμιαῖος, Plut., zw.; vgl. Lob. Phryn. 544.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιγμαίος — αία, ον, Α βλ. στιγμιαίος … Dictionary of Greek
στιγμιαίος — α, ο / στιγμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και στιγμαῑος, αία, ον, Α αυτός που έχει ελάχιστη διάρκεια, που διαρκεί μόνο μια στιγμή (α. «στιγμιαία αναλαμπή» β. «ὁ μακρότατος βίος ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμιαῑος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek