- στειβία
στειβία, ἡ, = στιβία, v. l. D. Sic. 4, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειβία, ἡ, = στιβία, v. l. D. Sic. 4, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειβία — ἡ, Α βλ. στιβεία … Dictionary of Greek
στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… … Dictionary of Greek