στενό-πορθμος

στενό-πορθμος

στενό-πορθμος, an od. bei einer Meerenge, Χαλκίς, Eur. I. A. 167.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορθμός — ο στενό θαλασσινό πέρασμα που χωρίζει δυο ξηρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύριπος — Ονομασία πορθμών της αρχαιότητας. 1. Στενή θαλάσσια λωρίδα που χώριζε την Εύβοια από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν πασίγνωστος για τα σπάνια παλιρροϊκά φαινόμενά του. Από το 411 π.Χ. κατασκευάστηκε εκεί ξύλινη γέφυρα μήκους 2 πλέθρων (60 μ.) που… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρινγκ, Βίτους Γιόχανσεν — (Vittus Johansen Bering, Χόρσενς, Γιουτλάνδη 1681 – Νησιά του Κυβερνήτη, Κομαντόρσκιγιε Oστρόβα 1741). Δανός εξερευνητής. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη ζωή της θάλασσας και αφού έκανε ένα ταξίδι στις Ανατολικές Ινδίες για να μάθει τη… …   Dictionary of Greek

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”