στενό-πορος

στενό-πορος

στενό-πορος, ion. στεινόπορος, mit engem Wege, Passe; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις, Aesch. Prom. 731; ὅρμοι Αὐλίδος, Eur. I. A. 1496, πέτραι, I. T. 890, ἐν στεινοπόρῳ χώρῳ μαχόμενοι, Her. 7, 211; ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα, 7, 223; Thuc. 7, 73; sing. dei Xen. Hell. 4, 6, 12; ἀκτή, Lycophr. bei Arist. rhet. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοξόπορος — λοξόπορος, ον (Α) (για τη σελήνη) αυτός που πορεύεται λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πόρος (πρβλ. αραιό πορος, στενό πορος)] …   Dictionary of Greek

  • μακρόπορος — μακρόπορος, ον (Α) 1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά 2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία 3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόρος: (πρβλ. λοξό πορος, στενό πορος)] …   Dictionary of Greek

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… …   Dictionary of Greek

  • βραχυπόρος — ον (Α) 1. (για πτηνά) όποιος διαγράφει σύντομη τροχιά 2. φρ. «βραχυπόρος εἴσπλους» με στενό πέρασμα ή στενή είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πόρος < πόρος «πέρασμα»] …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • μονοπάτι — το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον) στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • στενωπός — ή, ό / στενωπός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν και ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α το θηλ. ως ουσ. η στενωπός α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα β) στενός δρόμος, σοκάκι γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά νεοελλ. κάπως στενός μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”