- στεμφυλίτης
στεμφυλίτης, ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμφυλίτης, ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμφυλίτης — made from grapes already pressed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… … Dictionary of Greek
στεμφυλίτου — στεμφυλίτης made from grapes already pressed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγηφάνιος — ον, Α 1. (για κρασί) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών, ο στεμφυλίτης ή δευτερίας* οίνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυγηφάνιον (κατά τον Πολυδ.) στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εντρυγηφάνιον — ἐντρυγηφάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ δεύτερος οἶνος», δηλ. το κρασί που παράγεται από τη δεύτερη σύνθλιψη (πάτημα) τών αποπιεσμάτων τών σταφυλιών (τών στεμφύλων) με την προσθήκη νερού, κν. μαγγανίτης, λάγγερο, τσιπούρας βλ. και δευτερίας,… … Dictionary of Greek
λάγγερας — ο ο στεμφυλίτης οίνος, το τσίπουρο … Dictionary of Greek
στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] … Dictionary of Greek
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek