- στεμφυλίς
στεμφυλίς, ίδος, ἡ, = στεμφυλῖτις, Ath. II, 56 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμφυλίς, ίδος, ἡ, = στεμφυλῖτις, Ath. II, 56 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμφυλίς — ίδος, ἡ, Α στεμφυλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κυαμ ίς)] … Dictionary of Greek
στεμφυλίδες — στεμφυλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)