- στεφανίζω
στεφανίζω, kränzen, dor. aor. ἐστεφάνιξα, Ar. Equitt. 1221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίζω, kränzen, dor. aor. ἐστεφάνιξα, Ar. Equitt. 1221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίζω — Α [στέφανος] στεφανώνω … Dictionary of Greek
στεφανίσαι — στεφανίζω crown aor inf act στεφανίσαῑ , στεφανίζω crown aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανισθείς — στεφανίζω crown aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστεφάνιξα — στεφανίζω crown aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)