- στεφανίων
στεφανίων, ωνος, ὁ, eine Dohlenart mit einem Kranze, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίων, ωνος, ὁ, eine Dohlenart mit einem Kranze, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίων — Α [στέφανος] (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιοῡ» … Dictionary of Greek
στεφανίων — στεφάνιον gratuity neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισθμιακός — ή, ό (ΑΜ ἰσθμιακός, ή, όν) [ίσθμιος] ἰσθμικός* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰσθμιακά είδος στεφανιών … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
παιδέρως — παιδέρως, ωτος, ὁ (Α) 1. παιδεραστής 2. ποώδες φυτό τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν ως προς το χρώμα με τα φύλλα τής λεύκας και τα άνθη του χρησίμευαν στην κατασκευή στεφανιών 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. ερυθρό χρώμα για βάψιμο τού προσώπου… … Dictionary of Greek
παρθενίς — ίδος, η, Α 1. είδος άνθους το οποίο χρησιμοποιούσαν για τον στολισμό στεφανιών 2. το φυτό αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα ίς (πρβλ. παρθένων)] … Dictionary of Greek
σκιφατόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει κλαδιά φοίνικα για την κατασκευή στεφανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος) + τόμος (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
στεφανάς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κόρινθο και υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Πελοπόννησο, που στεγαζόταν στο σπίτι του. Είναι γνωστός από την A’ προς Κορινθίους επιστολή του απόστολου Παύλου. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
στεφανοπλοκία — ἡ, Α [στεφανοπλόκος] το πλέξιμο στεφανιών … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek