- στερνίον
στερνίον, τό, ein Gericht von Brustfleisch, Alex. Trall. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερνίον, τό, ein Gericht von Brustfleisch, Alex. Trall. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέρνιον — breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρνιον — και στερνίον και στέρνιν, τὸ, Α [στέρνον] είδος δύσπεπτου φαγητού, πιθανώς από στέρνο ζώου («τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες... τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη», Αλέξ.Τράλλ.) … Dictionary of Greek
στερνίου — στέρνιον breast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνίῳ — στέρνιον breast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στῆθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. στέρνον και στέρνιον] … Dictionary of Greek
υποστέρνιο — το, Ν υποστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + στέρνο (πρβλ. περι στέρνιον)] … Dictionary of Greek