στερνίδιον

στερνίδιον

στερνίδιον, τό, dim. von στέρνον, Brüstchen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερνιδίοις — στερνίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”