- στερεωτής
στερεωτής, ὁ, der Dicht -od. Festmachende, Schol. Opp. Hal. 4, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεωτής, ὁ, der Dicht -od. Festmachende, Schol. Opp. Hal. 4, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεωτής — ο, ΝΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που στερεώνει κάτι νεοελλ. 1. (μικρβλ.) η ευαισθητοποιός ουσία 2. (φωτογρ.) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την στερέωση τών φωτογραφιών … Dictionary of Greek
στερεωτής — ο 1.αυτός που στερεώνει κάτι. 2. χημική ουσία με την οποία γίνεται η στερέωση φωτογραφιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεωτήν — στερεωτής one who strengthens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)