στερεωτικός

στερεωτικός

στερεωτικός, fest-, dichtmachend, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερεωτικός — ή, ό / στερεωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να… …   Dictionary of Greek

  • στερεωτικός — ή, ό αυτός που συμβάλλει στη στερέωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεωτικόν — στερεωτικός strengthening masc acc sg στερεωτικός strengthening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρέγχυμα — (Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής… …   Dictionary of Greek

  • στερρωτικός — ή, όν, ΜΑ βλ. στερεωτικός …   Dictionary of Greek

  • συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • φιξατίφ — το, Ν άκλ. στερεωτικό, στεγνωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fixatif «στερεωτικός» (βλ. και λ. φιξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”