- σταχυο-λόγος
σταχυο-λόγος, Aehren lesend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυο-λόγος, Aehren lesend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θημολογώ — θημολογῶ, έω (Α) συναθροίζω σε θημωνιά ή σε σωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θημολογώ σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους < θημωνολογώ < θημωνιά + λογώ (< λόγος < λόγος) πρβλ. κακο λογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek
ιχνολογώ — ἰχνολογῶ, έω (AM) ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + λογῶ (< λογος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, ψηφο λογώ] … Dictionary of Greek
καπνολογώ — καπνολογῶ, έω (Μ) (στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + λογῶ (< λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, φορο λογώ] … Dictionary of Greek
κοινολογώ — (AM κοινολογῶ, έω) νεοελλ. μσν. λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω μσν. συζητώ μσν. αρχ. μέσ. κοινολογοῦμαι, έομαι (με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α.… … Dictionary of Greek
ιχθυολογώ — (Α ἰχθυολογῶ, έω) μιλώ για τα ψάρια, ερευνώ και μελετώ τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + λογῶ (< λογος < λέγω), πρβλ. βλαστο λογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek
κλαδολογώ — άω κόβω τα περιττά κλαδιά από το δέντρο, κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί (Ι) + λογώ (< λόγος < λέγω με σημασία «συλλέγω»), πρβλ. κορφο λογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek
κυπηρολογώ — κυπηρολογῶ, έω (Α) ξεριζώνω τα ζιζάνια κύπερες, τα οποία εμποδίζουν την κανονική ανάπτυξη τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπηρις + λογῶ (< λόγος < λέγω «συλλέγω, μαζεύω»), πρβλ. ανθολογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek