- σταχυη-λόγος
σταχυη-λόγος, Aehren lesend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυη-λόγος, Aehren lesend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθολόγος — κριθολόγος, ον (Α) 1. αυτός που μαζεύει κριθάρι 2. (στους Οπουντίους) αυτός που προΐστατο στις θυσίες και έφερε το πρώτο κριθάρι που παραγόταν για να γίνει η θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + λόγος (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δασμο λόγος, σταχυη… … Dictionary of Greek
σταχυηλόγος — ον, Α αυτός που συλλέγει στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + λόγος* (πρβλ. σταχυη κόμος)] … Dictionary of Greek