- σταφίς
σταφίς, ίδος, ἡ, getrocknete Weinbeere, Rosine; Ep. ad. 69 (V, 304); Diosc. u. A. S. auch ἀσταφίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφίς, ίδος, ἡ, getrocknete Weinbeere, Rosine; Ep. ad. 69 (V, 304); Diosc. u. A. S. auch ἀσταφίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφίς — dried grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. σταφίδα … Dictionary of Greek
σταφίδα — σταφίς dried grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδας — σταφίς dried grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδες — σταφίς dried grapes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδι — σταφίς dried grapes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδος — σταφίς dried grapes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδων — σταφίς dried grapes fem gen pl σταφιδόω dry grapes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σταφιδόω dry grapes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίσι — σταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίσιν — σταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek