- σταφυλη-τόμος
σταφυλη-τόμος, Trauben schneidend, Nonn. 7, 165, richtiger -κόμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφυλη-τόμος, Trauben schneidend, Nonn. 7, 165, richtiger -κόμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφυλητόμος — ον, Α αυτός που κόβει σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος] … Dictionary of Greek
σταφυλοτομώ — έω, Α 1. κόβω σταφύλια 2. αφαιρώ τη σταφυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + τομῶ (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομώ] … Dictionary of Greek