- σταυρώσιμος
σταυρώσιμος, zur Kreuzigung gehörig, ἡμέρα, der Tag der Kreuzigung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταυρώσιμος, zur Kreuzigung gehörig, ἡμέρα, der Tag der Kreuzigung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταυρώσιμος — η, ο / σταυρώσιμος, ον, ΝΜΑ [σταύρωσις] νεοελλ. μσν. 1. αυτός που αναφέρεται στην σταύρωση τού Χριστού («σταυρώσιμοι ἡμέραι» οι μέρες τής Μεγάλης Εβδομάδας) 2. το ουδ. ως ουσ. το σταυρώσιμο(ν) τροπάριο που υμνεί τον Τίμιο Σταυρό αρχ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
σταυρώσιμον — σταυρώσιμος deserving crucifixion masc/fem acc sg σταυρώσιμος deserving crucifixion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρωσίμοις — σταυρώσιμος deserving crucifixion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώσιμα — σταυρώσιμος deserving crucifixion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)