στύππη

στύππη

στύππη, , στύππινος, s. στύπειος u. s. w.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στύππη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύππη — ἡ, Α στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυππείο] …   Dictionary of Greek

  • στύππης — στύππη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύβη — ἡ, Α (σε γλωσσάριο) η στύππη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στύππη, αν δεν πρέπει να διορθωθεί σε στοιβή] …   Dictionary of Greek

  • штопать — аю. Из нидерл., нж. нем. stорреn, нов. в. н., ср. в. н. stорfеn штопать от ср. лат. stuppāre набивать паклей , греч. στύππη пакля (Клюге Гётце 597); см. Горяев, ЭС 426; Преобр., Труды I, 107 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • στίπα — και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις… …   Dictionary of Greek

  • στουπί — το / στουπίον, ΝΜ ινώδες συστατικό που παράγεται κατά τον διαχωρισμό ή και το χτένισμα τών υφαντουργικών ινών φλοιού, κυρίως τού λιναριού και τής καννάβεως, και το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό εμφράξεως ρωγμών σε ξύλινα σκάφη, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • στούπα — Αρχαίο μνημείο, που συνδέεται με τη βουδιστική θρησκεία και κατάγεται από τον νεκρικό τύμβο· πράγματι, όπως κι αυτός, η σ. έχει ημισφαιρικό θόλο, που στηρίζεται σε κυλινδρικό τύμπανο. Πάνω από τον θόλο (άντα) υψωνόταν κυβικός όγκος (χαρμίκα) που… …   Dictionary of Greek

  • στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • στυπποτιμητής — και στιπποτιμητής, ὁ, Α ο εκτιμητής τής στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον / στύππη + τιμητής] …   Dictionary of Greek

  • steu̯ǝ- —     steu̯ǝ     English meaning: to get dense or tight     Deutsche Übersetzung: ‘sich verdichten, sich ballen”     Note: perhaps stüu , stǝu : stū̆ with stüi : stī̆ : sti̯ ü ‘sich verdichten, stocken” as extension eines *stü auffaßbar… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”