- στύππαξ
στύππαξ, ὁ, s. στύπαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύππαξ, ὁ, s. στύπαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύππαξ — Χαλκοπλάστης από την Κύπρο, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Εργάστηκε στην Αθήνα και αναφέρεται συχνά για το άγαλμά του «Σπλαγχνόπτης», που εικόνιζε ένα παιδί να ψήνει σπλάχνα ζώου και να φυσά τη φωτιά του βωμού. Το άγαλμα αυτό είχε στηθεί στην… … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
Styppax — Scène de sacrifice, peut être inspirée du Splanchnoptès de Styppax, musée du Louvre Styppax (en grec ancien Στὐππαξ, en latin Styppax) est un sculpteur grec du Ve siècle … Wikipédia en Français
στύπαξ — ακος, ο, Α (δ. γρφ.) βλ. στύππαξ … Dictionary of Greek