- στόλιον
στόλιον, τό, dim. von στολή, ein neues Kleid, vom Anzuge der Philosophen, M. Ant. 1, 7; spöttisch neben μάλιον, πωγώνιον, Ammian. 22 (XI, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόλιον, τό, dim. von στολή, ein neues Kleid, vom Anzuge der Philosophen, M. Ant. 1, 7; spöttisch neben μάλιον, πωγώνιον, Ammian. 22 (XI, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόλιον — scanty garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλιον — τὸ, ΜΑ [στολή] ένδυμα, κυρίως τών φιλοσόφων (α. «περιβαλλοῡ τὰ στολία σου τὰ ἐν ἐκκλησίᾳ», Ευσ.β. «ἐν κομψῷ στολίῳ», Αρρ.) … Dictionary of Greek
στολίῳ — στόλιον scanty garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροστόλιο — Το σύνολο από γλυπτά ή ζωγραφιστά στολίδια που υπήρχαν στο ελαφρύ σανίδωμα, στις πλώρες των παλιών καραβιών. Παλαιότερα, έδιναν πολύ προσοχή στον εξωτερικό διάκοσμο των πλοίων. Συνήθιζαν να χρωματίζουν τα πλοία με ωραία χρώματα ή να σκαλίζουν… … Dictionary of Greek
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
περιστόλια — τὰ, Μ κοσμήματα ή στολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στολιον (< στολή «στολισμός»), πρβλ. νυφο στόλι] … Dictionary of Greek