στόλισμα

στόλισμα

στόλισμα, τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔϑηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στόλισμα — equipment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλισμα — το, ΝΜΑ [στολίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα τής νύφης» β. «το στόλισμα τού Επιταφίου») 2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδι («είναι το στόλισμα τού σπιτιού») μσν. αρχ. ενδυμασία, φόρεμα …   Dictionary of Greek

  • στόλισμα — το 1. στολίδι, κόσμημα. 2. διακόσμηση: Ασχολήθηκε με το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολισμάτων — στόλισμα equipment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίσματα — στόλισμα equipment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίσματι — στόλισμα equipment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίσματος — στόλισμα equipment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστολή — η, ΝΜΑ [περιστέλλω] νεοελλ. 1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών») 2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”