- στυγό-δεμνος
στυγό-δεμνος, = Vorigem, νόος, Agath. 1 (X, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυγό-δεμνος, = Vorigem, νόος, Agath. 1 (X, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγόδεμνος — ον, ΜΑ φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγό δεμνος] … Dictionary of Greek