- στυφο-κόμπος
στυφο-κόμπος, = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφο-κόμπος, = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.