- στραγγεία
στραγγεία, ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραγγεία, ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραγγεία — στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc/acc dual στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγεία — ἡ, Α [στραγγεύω] δισταγμός, επιφυλακτικότητα … Dictionary of Greek
στραγγεῖα — στραγγεῖον medicine dropper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευτασμός — ὁ, Α [τευτάζω] (κατά τον Ησύχ.) «στραγγεία» … Dictionary of Greek