στραγγεύω

στραγγεύω

στραγγεύω (στράγγω), = στρέφω, drehen, winden, Phot. erkl. auch διαβάλλω. – Gew. im med. sich drehen und winden, zaudern, ἐγὼ δῆτ' ἐνϑαδὶ στραγγεύομαι, Ar. Ach. 126; τί ταῠτ' ἔχων στραγγεύομαι, Nubb. 132, Schol. πιέζομαι καὶ συνϑλίβομαι, βραδύνω, Machon bei Ath. XIII, 660 v. 60 στραγγευόμενον περὶ τὰς συμβολάς, Valck. wollte so auch Her. 3, 139 u. 4, 28 für στρατεύομαι schreiben. Vgl. στρεύγομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στραγγεύω — μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α 1. αργοπορώ, χρονοτριβώ 2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)] …   Dictionary of Greek

  • στράγγευμα — τὸ, Α [στραγγεύω] (αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή …   Dictionary of Greek

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • στραγγεία — ἡ, Α [στραγγεύω] δισταγμός, επιφυλακτικότητα …   Dictionary of Greek

  • στραγεύομαι — Α βλ. στραγγεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”