στρεβλότης

στρεβλότης

στρεβλότης, ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Ggstz von εὐϑύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρεβλότης — being twisted fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεβλότησι — στρεβλότης being twisted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεβλότητα — στρεβλότης being twisted fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεβλότητι — στρεβλότης being twisted fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεβλότητος — στρεβλότης being twisted fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεβλότητα — η / στρεβλότης, ητος, ΝΑ [στρεβλός] 1. η ιδιότητα τού στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῑς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.) 2. μτφ. α) δυστροπία β) παραλογισμός …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՄԱԿՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. στρεβλότης, σκολιότης perversitas, tortuositas, obliquitas. իսկ Կամակորութեամբ, σκολιῶς perverse. Ծամածռութիւն. խեղաթիւրութիւն. խոտորնակութիւն. (որ վրիպակաւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”