στρεβλός — twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek
στρεβλός — ή, ό επίρρ. ά 1. στραβός, όχι ίσιος: Στρεβλό τετράπλευρο. 2. όχι σωστός, εσφαλμένος: Στρεβλές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρεβλά — στρεβλός twisted neut nom/voc/acc pl στρεβλά̱ , στρεβλός twisted fem nom/voc/acc dual στρεβλά̱ , στρεβλός twisted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλόν — στρεβλός twisted masc acc sg στρεβλός twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῖς — στρεβλός twisted masc/neut dat pl στρεβλόω twist pres opt act 2nd sg στρεβλόω twist pres subj act 2nd sg στρεβλόω twist pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῖσι — στρεβλός twisted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) στρεβλόω twist pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) στρεβλόω twist pres subj act 3rd sg (epic) στρεβλόω twist pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοί — στρεβλός twisted masc nom/voc pl στρεβλόω twist pres subj mp 2nd sg στρεβλόω twist pres ind mp 2nd sg στρεβλόω twist pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλοῦ — στρεβλός twisted masc/neut gen sg στρεβλόω twist pres imperat mp 2nd sg στρεβλόω twist imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλούς — στρεβλός twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλῆς — στρεβλός twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)