- στρεβλωτήριος
στρεβλωτήριος, folternd, marternd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεβλωτήριος, folternd, marternd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεβλωτήριος — α, ο / στρεβλωτήριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο η στρέβλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. ἀναστομω τήριος)] … Dictionary of Greek
στρεβλωτηρίων — στρεβλωτήριος racking fem gen pl στρεβλωτήριος racking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτήριον — στρεβλωτήριος racking masc acc sg στρεβλωτήριος racking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτηρίοις — στρεβλωτήριος racking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτήρια — στρεβλωτήριος racking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)