- στριβιλικίγξ
στριβιλικίγξ, nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῠ ὀρνέου erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στριβιλικίγξ, nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῠ ὀρνέου erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στριβιλικίγξ — the least indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριβιλικίγξ — Α (στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ ἄν στριβιλικίγξ» ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα ιγξ (πρβλ. στρίγξ,… … Dictionary of Greek