- στρεψί-μαλλος
στρεψί-μαλλος, mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεψί-μαλλος, mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεψίμαλλος — ον, Α 1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα 2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ.… … Dictionary of Greek