- στρεψί-μελος
στρεψί-μελος, die Tonweisen umändernd, τὴν τέχνην, heißt Eur. beim Schol. Ar. Ran. 787.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεψί-μελος, die Tonweisen umändernd, τὴν τέχνην, heißt Eur. beim Schol. Ar. Ran. 787.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεψίμελος — ον, Α αυτός που διαστρέφει τη μελωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + μέλος] … Dictionary of Greek