- στρατ-άρχης
στρατ-άρχης, ὁ, der Anführer eines Kriegsheeres; Aesch. frg. 168, Her. 3, 157. 8, 45; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατ-άρχης, ὁ, der Anführer eines Kriegsheeres; Aesch. frg. 168, Her. 3, 157. 8, 45; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
θηβάρχης — θηβάρχης, ὁ (Α) ο προεστώς τών Θηβών στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιβηράρχης — ἰβηράρχης, ὁ (Μ) ο ηγεμόνας τών Ιβήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβηρες + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
κοινοβιάρχης — ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης) 1. ο προϊστάμενος κοινοβίου 2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
κομματάρχης — ο 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. κομματικός παράγοντας με επιρροή σε ορισμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ άρχης, στρατ άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις] … Dictionary of Greek
κρατάρχης — κρατάρχης, ὁ (Μ) ηγεμόνας, αυτοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
κυριάρχης — κυριάρχης, ὁ (Μ) δεσπότης, κυβερνήτης, ανώτατος άρχων, κυρίαρχος, εξουσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + άρχης* (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
λεσβάρχης — λεσβάρχης, ὁ (Α) επιγρ. ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού ιερού συμβουλίου τών Λεσβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek