- στρατ-ηλάτης
στρατ-ηλάτης, ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατ-ηλάτης, ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενηλάτης — ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ] … Dictionary of Greek
προλάτης — ο, θηλ. προλάτισσα, Ν προπορευόμενος οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης] … Dictionary of Greek
σταθμηλάται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐξῶσται νεῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ταυρηλάτης — και ταυρελάτης, ὁ, Α 1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος 2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια*, έφιππος ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
στρατολάτης — ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν αυτός που τού αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στρατ ελάτης < στράτα + ελάτης / ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτο λάτης] … Dictionary of Greek