- στρατωνίδης
στρατωνίδης, ὁ, Kämpferling, Ar. Ach. 571, komisch als Patronymikum zu dem nom. pr. Στράτων gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατωνίδης, ὁ, Kämpferling, Ar. Ach. 571, komisch als Patronymikum zu dem nom. pr. Στράτων gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Στρατωνίδης — Son of a Gun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατωνίδης — ὁ, Α (ως κωμικό πατρων.) γιος τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, πιθ. μέσω αμάρτυρου στρατών, με επίθημα ίδης (πρβλ. Γναθων ίδης)] … Dictionary of Greek
Στρατωνίδου — Στρατωνίδης Son of a Gun masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)