- στρύζω
στρύζω, seltenere Nebenform von τρύζω, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρύζω, seltenere Nebenform von τρύζω, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρύζω — Α (σπάν. τ.) βλ. τρύζω … Dictionary of Greek
στρύζειν — στρύζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… … Dictionary of Greek
τρύζω — ΝΜΑ, και σπάν. τ. στρύζω Α εκβάλλω σιγανό και γογγυστικό ήχο, όπως το τρυγόνι, το χελιδόνι και άλλα πουλιά νεοελλ. (για τζιτζίκια) εκβάλλω οξύ ήχο, τερετίζω αρχ. 1. (για υγρά) βγαίνω από την κοιλιά με τρυγμό («τὸ οῡρον τρύζει», Ιπποκρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek