στρόφος

στρόφος

στρόφος, , das von Leder, Wolle od. Hanf zusammengedrehte, geflochtene od. gestickte Band, ἐν δὲ (πήρῃ)-στρόφος ἦεν ἀορτήρ, Od. 13, 438. 17, 198, daran war ein. gedrehter Gurt als Tragband, – Gurt, ὁπόσαι στρόφον ἐσϑῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Spt. 853; Her. 4, 60; – Wickelband, Windel, H. h. Apoll. 122. 128. – Flechtwerk, Flechte, Hesych. –.Leibschneiden, στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρα, Ar. Thesm. 484; S. Emp. pyrrh. 1, 57; Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρόφος — twisted band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα …   Dictionary of Greek

  • στρόφοι — στρόφος twisted band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοις — στρόφος twisted band masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοισι — στρόφος twisted band masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφον — στρόφος twisted band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφου — στρόφος twisted band masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφους — στρόφος twisted band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφων — στρόφος twisted band masc gen pl στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στροφάω turn hither and thither imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”