στρόφαλος

στρόφαλος

στρόφαλος, , ein Kreisel, Ἑκατικός, Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρόφαλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • στρόφαλος — ο μοχλός με τον οποίο στρέφουμε κάτι, μανιβέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροφάλου — στρόφαλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφαλον — στρόφαλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφαλο — το, Ν τεχνολ. ο στρόφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφαλος, ο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μανέλα — η 1. μοχλός, στρόφαλος 2. λοστός 3. αναφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia] …   Dictionary of Greek

  • περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… …   Dictionary of Greek

  • στροφαλοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει στρόφαλο 2. φρ. «στροφαλοφόρος άξονας» ή, απλώς, «στροφαλοφόρος» τεχνολ. άτρακτος που φέρει έναν ή περισσότερους στροφάλους και μέσω τής οποίας η ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση τού συστήματος εμβόλου διωστήρα… …   Dictionary of Greek

  • στρόφιο — το / στρόφιον, ΝΑ [στρόφος] νεοελλ. 1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος 2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση τού σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό τού πλοίου αρχ. 1. υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • μαναβέλα — μαναβέλα, η και μανιβέλα, η (λ. ιταλ.) 1. μοχλός που κινεί περιστροφικά μηχανές, στρόφαλος: Γύρισε τη μανιβέλα για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο. 2. κοντάρι που χρησιμεύει στο ζύγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”