σπίγγος

σπίγγος

σπίγγος, ὁ, = σπίνος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπίγγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίγγος — ο, ΝΑ ο σπίνος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση τού ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα] …   Dictionary of Greek

  • σπίγγον — σπίγγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пенка — птица Regulus , словен. pẹnica Sylvia , чеш. pěnice славка, травник , слвц. реniса, польск. рiеnkа, рiеniса, н. луж. рěniса. Сравнивают с д. в. н. fincho зяблик , англос. finc, англ. finch, греч. σπίγγος зяблик , ит. pincione (см. Мi. ЕW 245;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • пигалица — пигалка, пиголка – то же, диал. также чибис, чайка , южн. худощавый человек (Даль), укр. пигичка чайка ; недостоверно сравнение с польск. рiеgżа, pięgża травник (Брюкнер 407; Преобр. II, 56). Вероятно, звукоподражание, поскольку крик этой… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… …   Wikipedia

  • σπίζω — (I) Α εκτείνω, επιμηκύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. jω]. (II) Α φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι σπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • σπίνα — I Ορεινός οικισμός (21 κάτ., υψόμ. 740 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Καντάνου. II (Spina). Ετρουσκική πόλη στην κοιλάδα του Πάδου, κοντά στο αρχαίο στόμιο του ποταμού. Παλιότερα πίστευαν ότι ιδρύθηκε από …   Dictionary of Greek

  • (s)pingo- —     (s)pingo     English meaning: sparrow, finch     Deutsche Übersetzung: ‘sperling, Fink”, vom piependen Laute     Material: Gk. σπίγγος (Hes.), σπίζα (*σπιγγι̯α) “finch” (similarly σπύγγας, σπινθών, σπίνος “finch”), σπιζίᾱς m. ‘sperber”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”