σπίζα

σπίζα

σπίζα u. σπίζη, , jeder kleine piepende od. pfeifende Vogel; κάτω κρέμανται, σπίζ' ὅπ ως ἐν ἕρκεσιν, Soph. frg. 382 bei Hdn. περὶ μον. λ. 32, 21; Timon bei D. L. 4, 42; bes. der Finke, fringilla, Arist. H. A. 8, 3. 9, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπίζα — σπίζᾱ , σπίζα chaffinch fem nom/voc/acc dual σπίζᾱ , σπίζα chaffinch fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίζα — η, ΝΜΑ γενική ονομασία πολλών στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια φρινγκιλλίδες νεοελλ. ονομασία τών πτηνών τού γένους Αcanthis, από τα οποία φωλιάζει στην Ελλάδα το γένος… …   Dictionary of Greek

  • σπίζαι — σπίζα chaffinch fem nom/voc pl σπίζᾱͅ , σπίζα chaffinch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίζης — σπίζα chaffinch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίζῃ — σπίζα chaffinch fem dat sg (attic epic ionic) σπίζω vast pres subj mp 2nd sg σπίζω vast pres ind mp 2nd sg σπίζω vast pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίζω — (I) Α εκτείνω, επιμηκύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. jω]. (II) Α φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι σπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • Sierra Madre Sparrow — NOTOC Taxobox name = Sierra Madre Sparrow status = EN status system = iucn3.1 regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Aves ordo = Passeriformes familia = Emberizidae genus = Xenospiza genus authority = Bangs, 1931 species = X. baileyi… …   Wikipedia

  • Amphispiza — Taxobox name = Amphispiza image width = 200px image caption = Adult Black throated Sparrow ( A. bilineata ) regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Aves ordo = Passeriformes familia = Emberizidae genus = Amphispiza genus authority = Coues,… …   Wikipedia

  • ορόσπιζος — ὀρόσπιζος, ὁ (Α) είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με σπίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρος (II) + σπίζα «σπίνος»] …   Dictionary of Greek

  • πυργίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. πυργῑτις, ίτιδος, Α ονομασία τού ξηροβατικού πτηνού σπίζα η κοινή, ο σπουργίτης αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε πύργο 2. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. ίτης/ ῖτις (πρβλ. σελην ίτης / σελην ῖτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”