- σπέραδος
σπέραδος, τό, = σπέρμα; Nic. Th. 649 Al. 330; ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐϋτροχάλοιο λίνοιο, Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπέραδος, τό, = σπέρμα; Nic. Th. 649 Al. 330; ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐϋτροχάλοιο λίνοιο, Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπέραδος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέραδος — τὸ, Α το σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ τού σπείρω* πιθ. κατά το χέραδος] … Dictionary of Greek
σπεράδεσσιν — σπέραδος neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)