σπάνιος

σπάνιος

σπάνιος, wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; ϑήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοϑέτης σπανιώτατος ἐν ἀνϑρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάνιος — rare masc nom sg σπάνις scarcity fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… …   Dictionary of Greek

  • σπάνιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν υπάρχει σε μεγάλο αριθμό ή ποσότητα, αυτός που δεν τον συναντά κανείς εύκολα: Είναι σπάνιες οι καλές κινηματογραφικές ταινίες. – Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που μπορείς να τον συναντήσεις. 2. εξαιρετικός, μοναδικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπανιώτερον — σπάνιος rare adverbial comp σπάνιος rare masc acc comp sg σπάνιος rare neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

  • σπανιωτάτων — σπάνιος rare fem gen superl pl σπάνιος rare masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανιωτέρων — σπάνιος rare fem gen comp pl σπάνιος rare masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανιώτατα — σπάνιος rare adverbial superl σπάνιος rare neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανιώτατον — σπάνιος rare masc acc superl sg σπάνιος rare neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίων — σπάνιος rare fem gen pl σπάνιος rare masc/neut gen pl σπάνις scarcity fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίως — σπάνιος rare adverbial σπάνιος rare masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”