σπάνις

σπάνις

σπάνις, , von Sachen, Seltenheit, das in geringer Anzahl Vorhandensein, Mangel; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ σχεῖν τοῠ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαϑῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου σπάνις ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων κατα-στήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάνις — εως, η, ΝΑ σπανιότητα νεοελλ. (λόγιος τ.) 1. (οικον.) η ανεπάρκεια τής ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους 2. φρ. α) «σπάνις εισροών» έλλειψη συντελεστών παραγωγής β) «σπάνις εκροών» (οικον.) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • σπάνις — σπάνῑς , σπάνις scarcity fem acc pl (epic doric ionic aeolic) σπάνις scarcity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνει — σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (attic epic) σπάνεϊ , σπάνις scarcity fem dat sg (epic ionic) σπάνις scarcity fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνεις — σπάνις scarcity fem nom/voc pl (attic epic) σπάνις scarcity fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνι — σπάνις scarcity fem voc sg σπάνῑ , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνη — σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνης — σπάνις scarcity fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνιν — σπάνις scarcity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • σπάνη — ἡ, Α σπανιότητα, σπάνις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σπάνις κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”