σπάτος

σπάτος

σπάτος, τό, Fell, böotisch, Hesych. Vgl. νεοσπάτωτος u. σπάτειος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάτος — hide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάτος — τὸ, Α (βοιωτ. τ.) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπατ , σπάνια μορφή τού θ. τού σπάω / σπῶ με οδοντικό χαρακτήρα τ ] …   Dictionary of Greek

  • σπατέων — σπάτος hide neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάτην — σπάτος hide neut acc sg σπά̱την , σπάω drawnthrough imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με …   Dictionary of Greek

  • νεασπάτωτος — νεασπάτωτος, ον (Α) (για υπόδημα) αυτός που έχει νέο πέλμα, νέα σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + σπάτος, βοιωτ. τ. «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • νεοσπάτωτος — νεοσπάτωτος, ον (Α) (βοιωτ. τ.) νεοκάττυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάτος* «δέρμα» (< θ. σπατ τού σπάω)] …   Dictionary of Greek

  • σπάτειος — ον, Α [σπάτος] δερμάτινος …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • σπατίζω — Α [σπάτος] μυζώ, βυζαίνω …   Dictionary of Greek

  • σπατοληαστάς — ὁ, Α (δωρ. τ.) βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάτος «δέρμα» + ληαστάς, δωρ. τ. αντί λειαστής (< λεῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”