σπάταγος

σπάταγος

σπάταγος, od. σπάταγγος, , u. σπατάγγη, , eine Art Meerigel, Arist. H. A. 4, 5, wo die Lesart schwankt; vgl. Ath. III, 91 b, wo aus Ar. angeführt wird διαλείχοντά μου τὸν κάτω σπατάγγην. Bei Poll. 6, 47 πάταγγες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάταγγος — και σπάταγος, ο, Ν ζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”